Εκτατική περιόδευση στη χερσόνησο Πύργος

Ανδρέας Βλαχόπουλος, Σπύρος Τριάντος, Διονύσης Νιώτης

 

Ιδιοκτησία Δημητρίου Σταυλά – Κατασκευές Ε

Μετά την ολοκλήρωση της εντατικής επιφανειακής έρευνας και την τεκμηρίωση των κατασκευών στο ακρωτήριο Ελληνικό, σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε η εκτατική έρευνα πεδίου (extensive survey) στην προς ∆υσμάς και έως το όριο των ιδιοκτησιών Σταυλά – Πιλάτου περιοχή της χερσονήσου Πύργος, σε επιφάνεια γης 121 στρεμμάτων (121.000 τ.μ. γης). Η έρευνα μεθοδολογικά διαφοροποιήθηκε από την εντατική περιόδευση γύρω από τη γνωστή αρχαιολογική θέση του ελληνιστικού πύργου και των ογκολιθικών «εν συνοχή» προϊστορικών λειψάνων. Προτιμήθηκε μια περιπατητική περιόδευση για την αναγνώριση αρχιτεκτονικών και κινητών ευρημάτων, τα οποία δεν αντιστοιχούν a priori με γνωστά αρχαιολογικά λείψανα και οδηγούν στον εντοπισμό και εξαρχής καθορισμό του αρχαιολογικού χώρου. Με τη μέθοδο αυτή, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες ώστε ο εντοπισμός νησίδων αρχιτεκτονικών και κινητών ευρημάτων να εξεταστούν ως νέα και μοναδικά data sets, τα οποία μετά την ολοκλήρωση της επιφανειακής έρευνας να συσχετιστούν ολιστικά με την ήδη γνωστή, μείζονα, αρχαιολογική θέση στη μύτη του ακρωτηρίου.    

Λόγω των έντονων κλίσεων της χερσονήσου, της περιορισμένης ορατότητας από την πυκνή φυτοκάλυψη και της συχνά απροσδιόριστης μορφής των αρχαίων λειψάνων, που είχαν μεν πυκνότατη διασπορά αλλά δεν υποστηρίζονταν από επιφανειακή κεραμική και λοιπά ευρήματα (αρχιτεκτονικά μέλη, οψιανούς, λίθινα εργαλεία κλπ), για την αποδοτικότερη οπτική σάρωση της δύσκολης γης επελέγη η περιόδευση κάθε τοπογραφικού τετραγώνου πλευράς 50μ. να γίνει σε πέντε ισοπλατείς διαδρόμους από ισάριθμους ερευνητές πεδίου, χωρίς τη χρήση σκοινιών και μετροταινιών, και χωρίς την αριθμητική καταμέτρηση και ανάσυρση των επιφανειακών ευρημάτων, όπου αυτά υπήρχαν. Η ελεύθερη περιόδευση στόχευε στην αναγνώριση ανθρωπογενών λειψάνων, την αρίθμησή τους με τον χαρακτηρισμό Ε, στην περιγραφή τους σε ειδικό δελτίο, στη σχεδίασή τους σε σκαρίφημα (κροκί) και στη φωτογραφική και τοπογραφική τους αποτύπωση.

Η εκτατική περιόδευση στη χερσόνησο διενεργήθηκε το 2013, το 2014 και το 2015, και διήρκεσε συνολικά 6 εβδομάδες. Την ομάδα εργασίας στο πεδίο συντόνιζε επικεφαλής αρχαιολόγος και υποστήριζε με ολοκληρωμένο γεωδαιτικό σταθμό (total station) και δέκτη gps L1, L2 ο τοπογράφος Δ. Νιώτης, ο οποίος επόπτευε τα σκαριφήματα και αποτύπωνε τοπογραφικά τις κατασκευές. Στις απαιτητικές αποτυπώσεις των οικοδομικών λειψάνων της χερσονήσου καίρια και αποτελεσματική υπήρξε πάντοτε η συνδρομή του εικαστικού Ν. Σεπετζόγλου. Τα δεδομένα παραμετροποιήθηκαν και μελετήθηκαν από τον αρχαιολόγο Σπ. Τριάντο.

Το 2013 διενεργήθηκε η περιόδευση της βόρειας ακτής της χερσονήσου (τετράγωνα ΑΑ6, ΑΑ7, ΑΑ8, Α3, Α4, Α5, Α6, Α7), της ελαφρά ανηφορικής δασώδους περιοχής προς Δυσμάς και Νότον του λίθινου περιβόλου της ακρόπολης (Β3, Β4, Β5, Β6, Β7, Γ2, Γ3, Γ4) και της νότιας ακτής (Δ2, Δ3), στο ανατολικό τμήμα της. Στην ευρεία αυτή έκταση πυκνής βλάστησης, δύσβατου τοπίου και απότομων κλίσεων, διαπιστώθηκε μεγάλη διασπορά οικοδομικών λειψάνων ποικίλων τύπων, τα οποία αναπτύσσονται επάνω στο αδρό φυσικό ανάγλυφο και χρησιμοποιούν κατά τον μέγιστο και βέλτιστο τρόπο τον σκληρό ασβεστολιθικό βράχο.

Οι πολυάριθμες κατασκευές που εντοπίστηκαν έλαβαν διακριτικά Ε1-Ε61. Είναι πυκνά κατανεμημένες στα επάλληλα άνδηρα που ορίζουν αναλημματικές κατασκευές λαξευμένες στους βράχους ή κτιστές. Ανήκουν σε λείψανα μονόχωρων ή δίχωρων κατασκευών, κατακόρυφα μέτωπα ανδήρων, τοξοειδείς εξέδρες, ογκολιθικούς περιβόλους και δρόμους με επίπεδο ή βαθμιδωτό κατάστρωμα. Όλες τους χρονολογούνται δύσκολα λόγω των «πρωτόγονων» τοιχοδομών και της ελάχιστης ή πλήρως απούσας επιφανειακής κεραμικής, αλλά δημιουργούν και μια αμήχανη εικόνα για τις περιόδους κατά τις οποίες η χερσόνησος ήταν πυκνά δομημένη μεν, αλλά με κατασκευές εξαιρετικά απλές και αδρές. Ορθογώνιες κατασκευές που εντοπίστηκαν στη νότια ακτή, όπου οι λαξευμένοι βράχοι διαμορφώνουν στο επίπεδο της θάλασσας ανωφερή επίπεδα καταστρώματα που βαίνουν παράλληλα προς την ακτή ταυτίζονται με αναβάθρες. 

Το 2014 έγινε η περιόδευση στα τοπογραφικά τετράγωνα Α7, Α8, Α9, Α10, Β5, Β6, Β7, Β8, Β9, Β10, Β11, Γ4, Γ5, Γ6, Γ7, Γ8, Γ9, Γ10, Γ11, Δ4, Δ5, Δ6, Ε3, Ε4, Ε5, Ε6, Ζ4, Ζ5, Ζ6, Η6. Η περιοχή αυτή, που καλύπτει το Βορειοδυτικό και το Νοτιοκεντρικό τμήμα της ερευνώμενης έκτασης της χερσονήσου, παρότι είναι η πλέον δασωμένη από πυκνούς σκίνους και κέδρους, βρίθει αρχαίων λειψάνων, τα οποία έλαβαν τους αριθμούς Ε62-Ε90. Λόγω της βλάστησης, οι εν λόγω κατασκευές (αναλήμματα, λαξεύματα στους βράχους, βαθμίδες μονοπατιών, εξέδρες κλπ), απαντούν σε μικρότερη διασπορά στον χώρο και έχουν ταπεινότερη μορφή, κυρίως επειδή αφορούν ανδηρωτές διαμορφώσεις του εδάφους και σπανίως αποδίδονται σε οικιστικά κατάλοιπα. Οι επάλληλοι χαμηλοί αναλημματικοί τοίχοι της βόρειας κλιτύος δεν αποκλείεται στην αρχαιότητα να συγκρατούσαν το χώμα καλλιεργήσιμης γης. Ανάμεσα στις κατασκευές του ίδιου ανηφορικού πρανούς ξεχωρίζει ο σπηλαιώδης αναβαθμός σε φλέβα εύθρυπτου πετρώματος Ε62, που χρησιμοποιείται ως μαντρί και σύγχρονο ασβεστοκάμινο (Ε59), το οποίο είναι θεμελιωμένο στον απολαξευμένο βράχο.

Στη νότια ακτή ξεχωρίζει το μεγάλο φυσικό και λαξευτό βραχώδες μέτωπο Ε67, το δυτικό σκέλος του οποίου βαίνει παράλληλα με την ακτογραμμή και στη συνέχεια γωνιάζει προς Νότον.  Στα ριζά του σχηματίζεται επίπεδο ανηφορικό μονοπάτι παράλληλα με την ακτή. Στη γωνία της κατασκευής, σε ένα σημείο του βραχώδους επιπεδωμένου κρασπέδου του μονοπατιού, σχηματίζονται κωνικές κοτύλες ίδιου βάθους και διαμέτρου, ανθρωπογενείς, αλλά αδιάγνωστης χρήσης. Στον επιφανειακό καθαρισμό τους, επιπλέον, εντοπίστηκαν οψιανοί και όστρακα κεραμικής. 

Η επιφανειακή περιόδευση του 2015 επεκτάθηκε δυτικότερα της περιοχής που ερευνήθηκε το 2014, και περιέλαβε τα τοπογραφικά τετράγωνα Δ7, Δ8, Δ9, Δ10, Δ11, Ε7, Ε8, Ε9, Ε10, Ε11, Ζ8, Ζ9, Ζ10, Ζ11. Πρόκειται για το τελευταίο τμήμα τοπογραφημένης, έως τότε, γης που είχε προγραμματισθεί για την επιφανειακή έρευνα των ετών 2011-2015. Η περιοχή αντιστοιχεί στο ανώτερο επίπεδο πλάτωμα της χερσονήσου και η οποία, όπως είχε διαπιστωθεί κατά τις αρχικές περιοδεύσεις, βρίθει αρχαίων λειψάνων (περιβόλων μεγάλου μήκους, κτηρίων, αναλημμάτων, δρόμων, ποικίλων λαξευμάτων, κλιμάκων, εξεδρών κλπ), τα οποία έλαβαν τους αριθμούς Ε91-Ε180. Όπως ήταν αναμενόμενο για τα οικοδομικά λείψανα των τετραγώνων Δ7-Δ11 της βόρειας πλαγιάς, τα περισσότερα από αυτά αφορούν διαμορφώσεις χαμηλών αναλημμάτων, που ακολουθούν βαθμιδωτά τις μέτριες κλίσεις έως το ανώτερο πλάτωμα. Ειδικά για τα τετράγωνα Δ7-Δ8, παρατηρεί κανείς πως οι περισσότερες από τις εδώ κατασκευές (Ε93-Ε109), παραπέμπουν σε σημαντικής επιφάνειας Π-σχημη διάταξη, ίσως σε λείψανα οικιών ή χώρων άλλων χρήσεων (βλ. παρακάτω). Πάντως, καμία από αυτές δεν σώζει ικανό δομικό υλικό, ώστε να είναι σαφέστερη η τοιχοδομή τους. Η εύρεση αρκετών οψιανών σε αυτό το χωρικό σημείο (cluster) συνιστά ένδειξη προϊστορικής χρήσης του χώρου. Πολλοί οψιανοί ανευρίσκονται επίσης, πάλι χωρίς κεραμική, δυτικά και νότια των κατασκευών Ε107, Ε108, Ε109 (τετράγωνα Ε9, Δ9), όπου, σε δύσκολο τοπίο, οι ογκολιθικές αναλημματικές κατασκευές Ε133-Ε141 διατάσσονται κατά τον άξονα Α-Δ, σωζόμενες στο ύψος ενός δόμου.

Τα αναλήμματα της απότομης νότιας πλαγιάς, αντίθετα, είναι ικανού μήκους και συχνά εντυπωσιακού ύψους, καθιστώντας σαφές ότι η έντονα κατωφερής κλιτύς είχε δεχτεί λιγότερες κατασκευές. Τα γυμνά ασβεστολιθικά πρανή στο δυτικότερο περιοδευμένο όριο της πλαγιάς αυτής (τετράγωνα Η7-Η9, Θ8-Θ9, Ι10-Ι11) έχουν πλήρως λατομευθεί, προφανώς για τις ανάγκες του πλησιόχωρου ασβεστοκάμινου των νεότερων χρόνων, που διατηρούσε ακέραιη τη θύρα και σημαντικό τμήμα του τοιχώματός του.  

Ο μεγάλος περίβολος τραπεζιόσχημης κάτοψης, που είχε αποτυπωθεί ήδη στη μη συστηματική περιόδευση του 2011 και βρίσκεται αμέσως ανατολικά της αρχαϊκής επιγραφής των Νικησίτιμου και Τιμίωνος, καλύπτει μεγάλο τμήμα του ανώτερου επίπεδου πλατώματος (τετράγωνα Δ-Ε-Ζ / 10-11). Οι συγκλίνουσες στον Νότο κεραίες του απολήγουν στην κατασκευή Ε164, επίμηκες ορθογώνιο κτήριο με ισχυρό λίθινο θεμέλιο, η σημασία του οποίου μένει να διερευνηθεί ανασκαφικά. Ο δρόμος Ε174 με κατεύθυνση ΝΑ-ΒΔ πιθανόν εξασφάλιζε τη διέλευση εντός του περιβόλου, και προφανώς συνδέεται με την αναλημματική κατασκευή Ε141 -ίσως και με την Ε139. Πέντε τμήματα δρόμων νοτιότερα και ανατολικά, με κατεύθυνση Α-Δ (Ε155, Ε159, Ε163, Ε123, Ε116) και δύο τουλάχιστον κλιμακωτά μονοπάτια λαξευμένα στον βράχο που ανεβαίνουν από νότια (Ε114, Ε 160), σε συνδυασμό με το πυκνό δίκτυο των τριγύρω λοιπών κατασκευών, δείχνουν ότι στο ανώτερο πλάτωμα της χερσονήσου είχε αναπτυχθεί εγκατάσταση, αδιάγνωστης μορφής, λειτουργίας και χρονολόγησης. Η ελάχιστη επιφανειακή κεραμική γύρω από την κατασκευή Ε164 είναι πολύ φθαρμένη και χρονολογείται στους προϊστορικούς χρόνους κυρίως, υπάρχουν σποράδην λίγες λεπίδες ή άλλα τέχνεργα οψιανού, ενώ σε ταπεινό λιθοσωρό στα νότια της ερωτικής επιγραφής (εντός της ιδιοκτησίας Πιλάτου) εντοπίστηκε τμήμα λίθινου τριβείου.     

Οι 180 ανθρωπογενείς κατασκευές Ε που διακρίθηκαν και καταγράφηκαν στο Ανατολικό τρίτο της χερσονήσου, λόγω της ταπεινής διατήρησης στην οποίαν σώζονται, είναι δύσκολο να αποδοθούν στην ακριβή μορφή που είχαν στην αρχαιότητα και στη λειτουργία που εξυπηρετούσαν. Σημαντικό μερίδιο αυτών (57 τον αριθμό, ποσοστό 31,5%) είχαν αναλημματικό χαρακτήρα, δηλαδή συγκρατούσαν τη γη και διαμόρφωναν επιμήκεις επίπεδες ζώνες αναβαθμών (πεζούλες). Οι χαμηλές αυτές δομές δεν τροποποιούν τις κλίσεις των πρανών, αλλά τις διευθετούν το τοπίο με μη παρεμβατικό τρόπο, επ’ωφελεία των αναγκών εκείνων που τις κατασκεύασαν και τις συντηρούσαν. Κατά τι λιγότερες (47 τον αριθμό, ποσοστό 26%) είναι οι κατασκευές που έχουν ομαδοποιηθεί ως «σχηματισμοί–διαμορφώσεις βράχων». Στην πλειονότητά τους πρόκειται για ανθρωπογενή λαξεύματα που έχουν γίνει στους βράχους, ώστε να διαμορφώσουν ή να προσθέσουν αναλημματικές δομές στο τοπίο, ή για λείψανα των πάσης φύσεως λατομεύσεων. Οι κατασκευές αυτές θα συζητηθούν με βάση χαρακτηριστικά παραδείγματα πιο κάτω.

Τα καταστρώματα δρόμων ή μονοπατιών συνιστούν το σημαντικό αριθμό των 19 κατασκευών (ποσοστό 10,5%), μέσω του οποίου καταδεικνύεται η ύπαρξη χωροθετημένων «οδών» διέλευσης, πρόσβασης και μεταφοράς ανθρώπων και αγαθών μεταξύ των ζωνών ενδιαφέροντος στη χερσόνησο. Κάποιες φορές, η διαμόρφωση του τόπου ευνοεί την ερμηνεία ή τη δυνατότητα ύπαρξης «δρόμου», ακόμα και εάν δεν αυτή δεν συνδέεται με κατασκευή που έλαβε διακριτικό Ε από την έρευνα.  Έμμεσα, το δίκτυο των προβάσεων / δρόμων / ατραπών / μονοπατιών υπονοεί την ύπαρξη κατοικιών ή άλλων εγκαταστάσεων (π.χ. λιμενικών, αμυντικών) που αυτό εξυπηρετούσε και, όπως δείχνει η κατανομή των οδικών λειψάνων στο πεδίο, αυτά σε έναν βαθμό συγκροτούν το μοντέλο κυκλοφορίας στη χερσόνησο, που θα αναπτυχθεί ακολούθως.

Στο ίδιο ποσοστό εκτιμήθηκαν οι 18 κατασκευές που διαμορφώνουν πλατώματα, δηλαδή είτε ανδηροποιούσαν τις κλιτύς, είτε επιπέδωναν χώρους των ανώτερων κρασπέδων της χερσονήσου. Χαρακτηριστικές τέτοιες κατασκευές είναι οι Ε31, Ε32, Ε35, Ε36, Ε70 της νότιας ακτής, οι κατασκευές Ε1, Ε3, Ε54, Ε55, Ε56 της βόρειας ακτής και η κατασκευή Ε119 του ανώτερου πλατώματος.

Στον αριθμό 16 αποδίδονται Π-σχημες κατασκευές, δηλαδή ορθογώνιες μονάδες, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει οικίες, αλλά και αποθήκες ή άλλες βοηθητικές κατασκευές, όχι όμως στάβλοι, αφού οι ορθές γωνιώσεις δεν προσφέρονται για εγκαταστάσεις  κτηνοτροφικές. Προκαλεί επίσης εντύπωση το γεγονός ότι οι μονόχωρες ή δίχωρες κατασκευές που θα μπορούσε να είχαν λειτουργήσει ως ενδιαιτήματα και είναι αναμενόμενο να ήταν ολόλιθες, όπως διαχρονικά συμβαίνει στο νησί, δεν διέσωζαν ούτε εν μέρει το υλικό της διαλυμένης ανωδομής τους, ενώ τριγύρω δεν υπάρχουν νεότεροι μαντρότοιχοι που ενδεχομένως θα το είχαν χρησιμοποιήσει. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιες «οικιών» είναι οι ορθογώνιες / Π-σχημες κατασκευές Ε13, Ε68, Ε72, Ε73, Ε84, Ε98, Ε105, Ε106, Ε108, Ε109, Ε120, Ε122, Ε150, Ε164. Η διαγνώσιμη Πρωτοχαλκή κεραμική στο περιβάλλον της κατασκευής Ε164, και άλλων, δίνει ένα αξιόπιστο στίγμα χρονολόγησης των κατασκευών αυτών στην προϊστορική φάση της χερσονήσου.

Ποσοστό 3,8% συνιστούν οι 7 κατασκευές που έχουν ερμηνευθεί ως περίβολοι, δηλαδή ολόλιθοι και σήμερα διαλυμένοι τοίχοι, κάποτε σε σημαντικό ύψος, που έχουν μεγάλη έκταση και αναπτύσσονται κυκλικά στον χώρο που περιβάλλουν. Αυτοί θα συζητηθούν παρακάτω. Στον αριθμό 6 (ποσοστό 3,3%) αντιστοιχούν οι κατασκευές που ταυτοποιήθηκαν ως κλίμακες, δηλαδή λαξευμένες στον βράχο ή (σπανιότερα) αδρά κτιστές βαθμίδες, που από τη θέση τους στον χώρο αποδεικνύεται ότι ανήκουν στο δίκτυο μονοπατιών ή δρόμων (με καλύτερο παράδειγμα την κατασκευή Ε114, το οποίο συζητείται ξεχωριστά.

Οι 5 τοξοειδείς ή ορθογώνιες κατασκευές που εμφανίζουν μορφή «εξέδρας» αντιστοιχούν στο 2,7% των καταγεγραμμένων λειψάνων, δημιουργώντας απορία για την αρχική μορφή και χρήση τους στη χερσόνησο. Κατανεμημένες στη βόρεια και τη νότια κλιτύ (Ε7, Ε18, Ε99, Ε136, Ε176) και με επιφάνεια που θα μπορούσε να αποτελεί μικρή οικιακή μονάδα ή μέρος της, που άλλοτε όμως έχουν τη μορφή μικρού εξώστη, οι «εξέδρες» είναι συχνά επιμελημένης κατασκευής και βρίσκονται κοντά σε άλλες ανθρωπογενείς μονάδες. Κάποτε φέρουν διακριτά γνωρίσματα, όπως η τοξοειδής ογκολιθική Ε69 της νότιας ακτής, που έχει μορφή αναλημματικού τοίχου, σε βραχόλιθο του οποίου υπάρχει βραχογράφημα σχήματος οριζόντιου 8. Αν το βραχογράφημα είναι προϊστορικό, όπως ενισχύει τμήμα λίθινου εργαλείου (τριβείου) που υπάρχει στην τοιχοδομή, τότε μερικές από τις κατασκευές αυτές ανήκουν επίσης στην Πρωτοχαλκή περίοδο. Αυτό ενισχύεται από τμήμα λαβής στάμνου με ριπιδωτές εγχαράξεις που βρέθηκε στην ίδια περιοχή.

Δύο κατασκευές τριγωνικού σχήματος (Ε97, Ε171) είναι αδιάγνωστης χρήσης και  ίσως οφείλουν το σχήμα του στη διαμόρφωση του εδάφους. Το σπήλαιο Χάσμα (Ε17) συμπληρώνει τις καταχωρήσεις των 180 καταγεγραμμένων μνημείων που τεκμηρίωσε η επιφανειακή έρευνα στην ιδιοκτησία Δημ. Σταυλά.       

Αναλημματικές κατασκευές και διαμορφώσεις βράχων

Οι 104 από τις 180 κατασκευές και διαμορφώσεις που έλαβαν διακριτικό (Ε) στην εκτατική έρευνα της χερσονήσου, δηλαδή το 57,5% του συνόλου, είχαν αναλημματικό χαρακτήρα, χαρακτηριζόμενες «αναλήμματα» (57) και «σχηματισμοί–διαμορφώσεις βράχων» (47). Είτε με τη μορφή μετώπων λατομευμένου βράχου που διαμορφώνουν άνδηρα και, δυνάμει, διευθετούν χώρους που προορίζονταν για συγκεκριμένες δραστηριότητες ή υποδομές (κτήρια, δρόμους), είτε με τη μορφή χαμηλών αναβαθμών που συγκρατούν τη γη, οι κατασκευές αυτές αναλημματοποιούν ήπια το τοπίο, συνιστώντας τη συχνότερη και δραστικότερη επέμβαση του ανθρώπου στη βραχώδη χερσόνησο. Ορισμένες διαμορφώσεις, επιπλέον, έχουν προκύψει από τη συστηματική λατόμευση του γκρίζου ασβεστόλιθου για τη λήψη οικοδομικού υλικού, την εύκολη απόσπαση του οποίου ευνοούν οι φυσικές διακλάσεις του πετρώματος.  

Στην συντριπτική τους πλειονότητα οι ανθρωπογενείς αυτές διαμορφώσεις είναι λαξευμένες επιφάνειες βράχου και λιγοστά σημεία μερικών μόνο κατασκευών είναι κτιστά. Τη σημαντικότερη εξαίρεση, κτιστής στο μεγαλύτερο τμήμα της κατασκευής, αποτελεί ο παράκτιος αναλημματικός τοίχος Ε60 (τετράγωνα ΑΑ/6-7), μήκους π. 90μ., ο οποίος έχει φορά Α-Δ, αλλά η προς Ανατολάς κεραία του κάμπτεται σε αμβλεία γωνία, με κατεύθυνση ΒΑ-ΝΔ. Ο τοίχος βρίσκεται ακριβώς στο πέρας του μικρού πεδινού τμήματος της βόρειας ακτής και είναι σαφές ότι κατασκευάστηκε για να οριοθετήσει τις δραστηριότητες της χερσονήσου από τη φυσική πρόσβαση σε αυτή διά του αμμώδους μυχού του κόλπου. Ερείδεται στα ήπια βραχώδη πρανή και τα αναλημματοποιεί, με σωζόμενο ύψος έως 1μ., χωρίς να μπορεί να εκτιμηθεί το αρχικό ύψος του. Απολήγει πολύ κοντά στη θάλασσα, αφήνει όμως στους βράχους της ακτής ελεύθερο το απαραίτητο διάστημα για τη διαμόρφωση του εν μέρει λαξευτού μονοπατιού που παρακολουθεί κανείς καθόλο το μήκος της βόρειας ακτογραμμής, και το οποίο χρησιμοποιείται έως σήμερα. Εκτεταμένες επισκευές στην τοιχοδομή του λοξού τοίχου Ε60 δείχνουν τη χρήση και χρησιμότητά του σε σύγχρονες περιόδους.

«Εσωτερικά» του εν λόγω τοίχου-περιβόλου και κατά το μήκος της βόρειας ακτής, καθ’οδόν προς το ακρωτήριο, μια σειρά λαξευμένων κατασκευών, όπως η Ε6, διαμορφώσεων, όπως οι Ε11, Ε15, και λατομεύσεων, όπως οι Ε39 και Ε40, αποτελούν πυκνές και χωρικά συναφείς επεμβάσεις στη βραχώδη πλαγιά, σε προνομιακά αμφιθεατρική θέση εν σχέσει προς τον υπήνεμο κόλπο και τη θέα προς τις απέναντι ακτές. Η τοξοειδής «εξέδρα» Ε7 και η ορθογώνια «οικία» Ε13, ενισχύουν τον δυνάμει οικιστικό χαρακτήρα της περιοχής, η οποία ευνοείται περαιτέρω από τον ευρύ δρόμο Ε8 που οδηγεί από την ακτή στον περίβολο της ακρόπολης (βλ. παρακάτω).

Στη νότια ακτή, αμέσως προς Δυσμάς των «βράχων του Δίωνος», φυσικά και λατομευμένα πρανή βράχου διευθετούν τον παράκτιο χώρο, τα επίπεδα πλατώματα του οποίου έχουν βραχογραφηθεί πυκνά. Χαρακτηριστικές διαμορφώσεις εδώ είναι οι Ε26, Ε27, Ε29, Ε30. Δυτικότερα, οι συμπαγείς βράχοι Ε70 χρησιμοποιήθηκαν ως τοίχος-μέτωπο μιας ορθογώνιας κατασκευής, η οποία συμπληρώθηκε με ξηρότοιχο ακαθόριστης χρονολόγησης.

Σε αντίθεση με την πάντοτε δροσερή και ευχάριστη βόρεια ακτή, η νότια ακτή στα σημεία αυτά μειονεκτεί λόγω της άπνοιας, συνθήκη που στις υψηλές θερινές θερμοκρασίες καθιστά τη διαβίωση και τις δραστηριότητες δυσχερείς. Ο μικρός αριθμός κατασκευών (δεν ξεπερνά τις 15) αποδίδεται επίσης στις έντονες κλίσεις των πρανών προς τη θάλασσα, αντισταθμίζεται όμως από τη σημαντική πυκνότητα υποδομών για την προσέγγιση από τη θάλασσα (αναβαθρών) και την παράκτια κυκλοφορία (δρόμων και μονοπατιών), οφειλόμενες στο πλεονέκτημα του άμεσου ελέγχου του διαύλου στον κόλπο (βλ. παρακάτω).

Ανεβαίνοντας στο πρώτο επίπεδο πλάτωμα της χερσονήσου από τη βόρεια ακτή και το ανατολικό μισό του ισθμού, που αντιστοιχεί στην ιδιοκτησία Σταυλά, η απότομη ανηφορική γη διευθετείται από χαμηλά αναλήμματα (Ε75, Ε76, Ε77, Ε78, Ε80, Ε82, Ε83, Ε178, Ε179) και διαμορφώσεις-λατομεύσεις βράχων (Ε66, Ε79, Ε81, Ε85, Ε86-Ε88, Ε89, Ε133, Ε180).

Την ανώτερη επίπεδη επιφάνεια της χερσονήσου (όπου το δίκτυο των λίθινων τραπεζιόσχημων περιβόλων) και την αρχή της απότομης νότιας πλαγιάς διευθετούν διαλυμένα τοιχία, χαμηλά κυρίως αναλήμματα, αλατόμευτοι βράχοι (Ε95, 100, E101, E104, E107, E111, E113, E124, E128, E130, E135, E137, E140, E145, E151, E162, E171, E173) και άλλες διαμορφώσεις, όπως οι Ε92 και Ε175. Στις αφιλόξενες κλίσεις των πρανών προς τη νότια ακτή επιβάλλονται επικίνδυνοι βράχοι, το ανώτερο μέρος των οποίων εν μέρει ανδηροποιούν οι λατομευμένες διαμορφώσεις που έλαβαν διακριτικό Ε161. Πρόκειται για σύνθετη κατασκευή παράλληλων αναλημμάτων, λαξευτών και κτιστών, όπως συνάγεται από τους επιμήκεις διαλυμένους λιθοσωρούς. Το γεγονός ότι ανάμεσα στα αναλήμματα αυτά διαπιστώνεται μονοπάτι, το οποίο προς Δυσμάς κατευθύνεται στον δρόμο Ε159 και πιθανόν συνδέεται με το οφιοειδές κατάστρωμα δρόμου Ε163 οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κινητικότητα στην περιοχή νότια των τραπεζιόσχημων περιβόλων υπήρξε διαρκής. Κάτω από το σημείο αυτό και έως τις απρόσιτες από θαλάσσης ακτές δεν παρατηρούνται κατασκευές.

 

Προσβάσεις, δρόμοι, μονοπάτια, αναβάθρες

Ως σημαντικότερες κατασκευές, από όσες η εκτατική επιφανειακή έρευνα στη χερσόνησο ανέδειξε, αξιολογούνται οι δρόμοι, δηλαδή τα λαξευμένα στον βράχο ή και κτιστά καταστρώματα, που ερμηνεύονται ως δρόμοι και μονοπάτια πρόσβασης στην ακρόπολη ή σε άλλα σημεία ενδιαφέροντος.

Οι κατασκευές της χερσονήσου που μπορούν να ονομαστούν δρόμοι και μονοπάτια διακρίνονται με βάση τη θέση τους, το πλάτος και το μήκος του καταστρώματος, και τον βαθμό που ο φυσικός βράχος έχει λατομευθεί για την κατασκευή του οδοστρώματος ή κτιστεί για τη διαμόρφωση των ορίων του, σε τρεις κατηγορίες:

  1. Ευρείς δρόμοι ικανού μήκους που διαμορφώνουν προσβάσεις στην ακρόπολη
  2. Μονοπάτια που διευθετούν την κίνηση από τις ακτές και τα πρανή, και οδηγούν στην ακρόπολη
  3. Καταστρώματα παράκτιων λαξευμένων κατασκευών στη μορφή δρόμου-αναβάθρας

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν δύο ισχυρές κατασκευές που ξεκινούν / απολήγουν στον περίβολο, ο οποίος περικλείει την προϊστορική ακρόπολη: ο Δρόμος της Βόρειας Ακτής και ο Δρόμος της Νότιας Ακτής.

Ο Δρόμος της Βόρειας Ακτής (Ε8) είναι επιμελημένη κατασκευή που ανηφορίζει λοξά (ΒΔ-ΝΑ) από τη βόρεια ακτή και τη φλέβα πώρου των δύο κυκλικών ορυγμάτων (Ε4), η οποία έχει πλάτος από 1 έως 4,50μ., αποτελείται από πλατύσκαλες λαξευτές στον βράχο και κτιστές βαθμίδες πλάτους π. 1,5μ., διακλαδίζεται σε ένα τουλάχιστον σημείο προς Ανατολάς και καταλήγει στη ΒΔ γωνία του λίθινου περιβόλου, όπου ένα μεγάλο «κατώφλι» λαξευμένου βραχόλιθου ορίζει είσοδο στην ακρόπολη. Τα κατώτερα κράσπεδα του δρόμου βρίσκονται σε υψόμερο +7.35μ. και αυτός οδηγεί σε υψόμετρο +13.41μ. To μήκος της διανυόμενης απόστασης, αλλά και εκείνο της κατασκευής, είναι π. 67μ. 

Ο Δρόμος της Νότιας Ακτής (Κ26-Κ32) αποτελείται από τέσσερα ευρέα βαθμιδωτά πλατώματα που ξεκινούν από το νότιο πέρας του περιβόλου της ακρόπολης, αλλά είναι άδηλο εάν κατέληγαν στην ακτή ή μόνο στο (προς Δ) παρακείμενο πυκνότατα βραχογραφημένο πλάτωμα των «βράχων του Δίωνος». Τα κατωφερή προς τον Νότο πλατώματα χωρίζουν χαμηλοί «τοίχοι» λαξευτού και κτιστού βράχου, διαμορφώνοντας βαθμιδωτό κατάστρωμα δρόμου πλάτους π. 3μ. και μήκους π. 30μ. Το όριο του δρόμου στο κατωφερές Ανατολικό πρανές διαμορφώνει κρηπίδωμα (Κ31) εν μέρει λαξευμένων και εν μέρει κτιστών βράχων, το μέγιστο ύψος του οποίου είναι 1μ. Το δυτικό όριο του καταστρώματος είναι λιγότερο διαμορφωμένο, είναι όμως σαφές ότι το διευθετούσαν λαξευμένοι βράχοι. Στην περιοχή αυτή, η επιμήκης (κατεύθυνσης Α-Δ) κατασκευή Κ32, εν μέρει λαξευτή και εν μέρει κτιστή, ορίζει προς Νότον το μεγάλο πλάτωμα των «βράχων του Δίωνος», το οποίο φιλοξενεί τις επίπεδες ή λείες επιφάνειες βράχων που έχουν δεχτεί πυκνή βραχογράφηση. Το μεγάλο πλάτος του οδοστρώματος δημιουργεί απορίες για την πρακτική σκοπιμότητα του έργου, σε όποια περίοδο και να δημιουργήθηκε. Είναι όμως σαφές ότι ο Δρόμος της Νότιας Ακτής συνδέεται οργανικά με τον (προϊστορικό) περίβολο της ακρόπολης, του οποίου είναι ενδεχόμενο να αποτελούσε όριο προς Ανατολάς. Ο δρόμος και ο περίβολος, τέλος, μοιράζονται στοιχεία ογκολιθισμού στην κατασκευή τους, ενώ αμφότερα δεν έχουν ίχνη επισκευών ή προσθηκών που κατασκευαστικά να αποδίδονται στους αιώνες ίδρυσης του αρχαίου πύργου και της χριστιανικής βασιλικής.

Μονοπάτια

Μονοπάτια κατά το μήκος της νότιας και της βόρειας ακτής, λαξευμένα στον βράχο, διευκολύνουν την πρόσβαση προς την ακρόπολη. Στη νότια ακτή, αμέσως προς Δυσμάς των «βράχων του Δίωνος», σώματα επίπεδων λαξευμένων βράχων (σε δύο περιπτώσεις βραχογραφημένων με σπείρες: αρ. 1.8, 1.9) φαίνεται ότι ορίζουν μονοπάτι κατεύθυνσης ΒΑ-ΝΔ, που το δασώδες ανάγλυφο της περιοχής δεν επιτρέπει να παρακολουθήσουμε. Το γεγονός ότι μία ακόμα βραχογραφημένη σπείρα (αρ. 1.10) απαντά στην ίδια ευθεία προς ΝΔ του λαξευτού στον βράχο καταστρώματος δρόμου, όπου έχουν βραχογραφηθεί τα πέλματα αρ. 7.1, 7.2, και ότι στην ίδια ευθεία απαντά το βραχογράφημα οριζόντιου 8 (αρ. 8.1), επί της τοξοειδούς «εξέδρας» Ε69, ενισχύει την πιθανότητα μονοπατιών κατά το μήκος της νότιας ακτής.  Στη νοητή κατάληξη του μονοπατιού στην ακτή απαντούν οι σπείρες 1.4 και 1.5, που ίσως ανήκουν στο ίδιο δίκτυο οδικών ή παρόδιων σημάνσεων.

Η εικονογραφία των επίκρουστων πελμάτων επάνω στο ανωφερές κατάστρωμα βράχου Ε31 επιτείνει σημειολογικά και ευνοεί την ένταξη της Ε31 στο σύνολο ομοειδών κατασκευών, που αποτελούν οι «αναβάθρες» Ε33 και Ε34, και το πλάτωμα Ε36, διαμορφώνοντας ένα δίκτυο δρόμων και μονοπατιών που οδηγούν από τη νότια ακτή με λοξή προς τα ΒΔ ανηφορική κατεύθυνση.  

Κατά το μήκος της βόρειας ακτής, κατάστρωμα μονοπατιού λαξευμένο στον βράχο παρακολουθείται αμέσως προς Ανατολάς του «περιβόλου-τοίχου» Ε60. Με λιγοστές ασυνέχειες περνά από τη στικτή επί του βράχου σπείρα αρ. 4.1, διαγράφοντας μήκος π. 180μ., και καταλήγει στην έντονα κεκλιμμένη κλιτύ του ακρωτηρίου, όπου λοξά λατομευμένοι βράχοι αποτρέπουν την πρόσβαση της ακρόπολης από την ακτή. Το πλέον αναγνωρίσιμο τμήμα του παράκτιου αυτού μονοπατιού, το νότιο όριο του οποίου συνιστούν κατακόρυφα λαξευμένοι βράχοι, έλαβε διακριτικό Ε2. Το μονοπάτι προφανώς, λόγω των απρόσιτων βράχων μπροστά του, συνεχιζόταν στην πλαγιά, όπου περισσότερο το εικάζει κανείς παρά το παρακολουθεί στα βράχια του ανηφορικού πρανούς. Αυτό οδηγεί αμέσως μπροστά (Δυτικά) της Πύλης των Πλοίων, διέρχεται ανάμεσα από τις παραστάδες της πύλης εξαιρετικά λαξευμένο στον βράχο, και στο Ανατολικό πέρας του φέρει στικτή σπείρα. Το μνημειακό αυτό σύνολο της πύλης και της ατραπού, οδηγούν μέσω ενός μικρού πλατώματος οριζόμενου στα νότια από εντυπωσιακά λατομευμένα βράχια, στο αμυντικής εποπτείας Ορθογώνιο Οικοδόμημα (Κ14) του ανώτερου αναβαθμού του ακρωτηρίου, διαμορφώνει δηλαδή τη βασική πρόσβαση στην ακρόπολη. 

Σημαντικό για την επικοινωνία της ακρόπολης με το σπήλαιο Χάσμα, γεωλογικό τοπόσημο της χερσονήσου και πιθανό σημείο υδροληψίας, διαχρονικά, είναι το μονοπάτι Ε16, το οποίο κατέρχεται με βαθμιδωτά πλατώματα από το οπαίο άνοιγμα του σπηλαίου και, κατευθυνόμενο Ανατολικά, περνά από κάποιο προβλεπόμενο άνοιγμα του περιβόλου και καταλήγει μέσα από στενωπή ατραπό λαξευμένη στους βράχους στο πλάτωμα του πύργου, δηλαδή στο εσωτερικό της προϊστορικής ακρόπολης. Η απόσταση που διανύει είναι π. 100μ.   

Περίβολοι

Ο περίβολος του οικισμού

Το δυτικό όριο της προϊστορικής ακρόπολης ορίζει λίθινος χαμηλός περίβολος μήκους π. 130μ., ο οποίος στη βορειοδυτική γωνία του εμφανίζει επίπεδο βραχολιθικό «κατώφλι», όπου καταλήγει ο ανωφερής «Δρόμος της Βόρειας Ακτής». Βραχογραφία σπείρας σε βραχόλιθο της κατασκευής δίνει το χρονολογικό της στίγμα. Ο περίβολος βαίνει λοξά (ΒΔ-ΝΑ) στην απόληξη του ακρωτηρίου και η νότια κεραία του καμπυλώνει έντονα, απολήγοντας εκεί όπου καταλήγει ο φαρδύς «Δρόμος τη Νότιας Ακτής» και καταλήγει στο ανώτερο πλάτωμα της ακρόπολης. Ο παχύς αυτός τοίχος παρακολουθείται στη μορφή διαλυμένου λιθοσωρού, αλλά διασώζει σε αρκετά σημεία την ογκολιθική δομή του, η οποία έχει θεμελιωθεί επάνω σε φλέβες αναφυόμενου βράχου και κατά τόπους έχει μορφή αναλημματική. Παρότι το αρχικό ύψος του δεν μπορεί να υπολογισθεί, το ομοιογενές πάχος του περιβόλου τεκμηριώνει την κατασκευή ως κατασκευαστικά ενιαία και σύγχρονη.

Η πυκνή βλάστηση στο κεντρικό και νότιο τμήμα του περιβόλου καθιστά την παρακολούθηση της μορφολογίας του προβληματική, είναι ωστόσο σαφές ότι το σημαντικό αυτό κοινοτικό έργο κατασκευάστηκε για να ορίζει και να προστατεύει την προϊστορική εγκατάσταση, εάν όχι αμυντικά τουλάχιστον λειτουργικά και χωροταξικά.

Ο περίβολος στο ανώτερο πλάτωμα

Στο ανώτερο επίπεδο πλάτωμα της ερευνημένης έκτασης (στο όριο της ιδιοκτησίας Σταυλά) και σε μέσο υψόμετρο 47μ. από την επιφάνεια της θάλασσας υπάρχει ένα σύστημα τεσσάρων χαμηλών τοιχίων, που σήμερα έχουν τη μορφή διαλυμένου λιθοσωρού, μέσου πάχους 1.00-1.50μ. και μέσου σωζόμενου ύψους π. 0.40μ. που σχηματίζουν τραπεζιόσχημο περίβολο. Η μεγαλύτερη (βόρεια) από τις παράλληλες πλευρές έχει μήκος π. 85μ., η νότια έχει μήκος π. 33μ. Οι λοξές πλευρές είναι σχεδόν ισομήκεις, με μήκος π. 68μ. η ανατολική και μήκους π. 65μ. η δυτική. Η ανατολική κεραία παχαίνει στο βόρειο τμήμα της και προεκτεινόμενη κατά π. 43μ. μέσα στη βλάστηση διαγράφει ανοικτή (αμβλεία) γωνία, χωρίς να είναι σαφές το όριο της απόληξής της. Εάν, λόγω της ήπιας κατωφέρειας του εδάφους προς Ανατολάς, η ανατολική κεραία είχε αναλημματικό χαρακτήρα, αυτό δεν συμβαίνει με τα άλλα τρία χαμηλά τοιχία-λιθοσωρούς, οπότε η σκοπιμότητά τους πρέπει να αναζητηθεί στη σχέση τους με το επίμηκες ορθογώνιο (διμερές;) κτήριο Ε164 που υπάρχει στη συνένωση της νότιας με τη δυτική κεραία του περιβόλου.    

Ο τραπεζιόσχημος περίβολος και το κτήριο μοιάζει να αποτελούν ενιαίο και σύγχρονο σύνολο. Η άμεση ορατότητα του συνόλου αυτού με την αρχαϊκή επιγραφή των Νικησίτιμου και Τιμίωνος, και η μικρή απόσταση (π. 15μ.) του ενεπίγραφου βράχου από τη ΝΔ γωνία του κτηρίου Ε164 (αρ. 12.1), καθιστούν πιθανό τον συσχετισμό τους, αλλά αναπόδεικτο. Τα λιγοστά επιφανειακά ευρήματα κατατείνουν στην προϊστορική χρήση του χώρου.         

Συζήτηση των δεδομένων

Συγκεφαλαιώνοντας τα δεδομένα που συνελέγησαν και τεκμηριώθηκαν κατά την εκτατική περιόδευση (extensive survey) των τοπογραφημένων τετραγώνων γης στο Ανατολικό τρίτο της χερσονήσου (ιδιοκτησίας Δημ. Σταυλά) διαπιστώθηκε ότι:

  1. Η πυκνότητα της βλάστησης των σκίνων και των κέδρων δεν άφηναν ορατό και προσβάσιμο σημαντικό τμήμα του πεδίου που ερευνήθηκε
  2. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι 180 επιφανειακές κατασκευές που καταγράφηκαν και τοπογραφήθηκαν (Ε1-Ε180) δεν μας επέτρεψαν να προσεγγίσουμε ικανοποιητικά την αρχική τους μορφή και να διαπιστώσουμε τη λειτουργική τους σκοπιμότητα. Με την εξαίρεση των αναλημματικών τοιχίων που συνιστούν την πλειονότητα των οικοδομικών λειψάνων και την ευκολότερη αναγνώριση των δρόμων και μονοπατιών της χερσονήσου, οι υπόλοιπες ανθρωπογενείς κατασκευές ήταν κατά βάσιν ταπεινές (θεμέλια ή χαμηλές ανωδομές, πρόχειροι τοίχοι, λαξεύματα στους βράχους κλπ) και δύσκολο να χρονολογηθούν, λόγω της εκτεταμένης απουσίας επιφανειακών ευρημάτων γύρω τους. Για τους λόγους αυτούς, επελέγη να μην γίνει ανάσυρση τέτοιων ευρημάτων και, όπου αυτά εντοπίστηκαν, φωτογραφήθηκαν κατά χώραν και σημειώθηκε το ακριβές σημείο ευρέσεως
  3. Τα επιφανειακά κινητά ευρήματα από τη χερσόνησο περιορίζονταν σε σποραδικά και λιγοστά φθαρμένα όστρακα, συχνά αδιάγνωστα, μικρότατα τέχνεργα οψιανού (κυρίως μικρά τμήματα λεπίδων) και σε ελάχιστα λίθινα εργαλεία και σκεύη οικοτεχνικών αναγκών ή μεταποιητικών δραστηριοτήτων (τριβεία, τριπτήρες κλπ). Όσες συνάφειες οστράκων μπορούσαν να χρονολογηθούν δείχνουν ότι η προϊστορική κεραμική επιχωριάζει στο ανώτερο πλάτωμα της χερσονήσου (τετράγωνα Δ-Ε/8-9), στο κεντρικό-ανατολικό τμήμα της βόρειας ακτής (τετράγωνα Α3-Α4) στο κεντρικό τμήμα της νότιας ακτής (τετράγωνα Ε3-Ε4), και ότι η διαγνωστική κεραμική ύστερων περιόδων της αρχαιότητας (ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής περιόδου) βρισκόταν κυρίως στο επίπεδο δυτικό όριο της βόρειας ακτής (τετράγωνα ΑΑ5-ΑΑ8) και στο τετράγωνο Δ2, σε φθίνουσα συνέχεια της μεγάλης διασποράς κεραμικής των περιόδων αυτών νότια του πύργου (τετράγωνα Γ1-Γ2).
  4. Στο εσωτερικό και γύρω από τις κατασκευές Ε δεν ταυτοποιήθηκαν συνοδευτικές κατασκευές που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την κατανόηση των οικοδομικών λειψάνων, και πλήρης ήταν η απουσία αρχιτεκτονικών μελών (π.χ. κατώφλια, στροφείς θύρας, λαξευμένοι γωνιόλιθοι)
  5. Σε αντίθεση με την ευρύτατη διασπορά οικοδομικών και λοιπών ανθρωπογενών λειψάνων σε όλη σχεδόν την ερευνημένη έκταση, το ανώτερο πλάτωμα της χερσονήσου και στην περιοχή γύρω από την ερωτική επιγραφή των Τιμίωνος και Νικησίτιμου, δίκτυο περιβόλων, κτηρίων και οδικών προσβάσεων-δρόμων διαμορφώνει ένα συνεπές πρόγραμμα υποδομών, ίσως εγκαταστάσεων δημόσιας χρήσης. Το πυκνό αυτό δίκτυο κατασκευών δεν δείχνει να συνεχίζει προς Δυσμάς, όπως τεκμηρίωσε η μη συστηματική εκτατική περιόδευση στην ιδιοκτησία Μιχάλη Πιλάτου.